- κουράρε ή κουράριο
- Αλκαλοειδές που απομονώνεται από διάφορα τροπικά φυτά της Αμερικής –και ιδιαίτερα του γένους Strychnos– και προκαλεί παράλυση. Η ουσία αυτή έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από ιθαγενείς της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής για να δηλητηριάζουν τα βέλη τους. Το κ., αν εισαχθεί με ένεση στον οργανισμό και σε αυστηρά ελεγμένες δόσεις, προκαλεί παράλυση των σκελετικών μυών, δρώντας ως ανταγωνιστής της ακετυλοχολίνης στις νευρικές απολήξεις των κινητικών νεύρων. Η ιδιότητά του αυτή έχει βρει εφαρμογή στην αναισθησιολογία, όπου χρησιμοποιείται για να παρεμποδίσει την κίνηση των ασθενών κατά τη διάρκεια των εγχειρήσεων. Σε μικρές ποσότητες, προσδίδει μεγάλη χαλάρωση και γι’ αυτό στην ιατρική χρησιμοποιείται και ως χαλαρωτικό. Το κ., πάντως, όταν λαμβάνεται από το στόμα δεν είναι τοξικό, γιατί οι ιθαγενείς συνήθιζαν να τρώνε το κρέας των ζώων που σκότωναν με τα δηλητηριασμένα με κ. βέλη τους, χωρίς να παθαίνουν τίποτα.
Ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής ξύνουν τον φλοιό ενός φυτού που περιέχει το δηλητήριο κουράρε.
Dictionary of Greek. 2013.